- νεανικότης
- νεᾱν-ῐκότης, ητος, ἡ,A youthfulness, Sext.Ps.9.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεανικότητος — νεανικότης youthfulness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανικότητα — η (Α νεανικότης) [νεανικός] νεανική ηλικία νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού νεανικού, ζωτικότητα, θαλερότητα, ορμητικότητα 2. μτφ. σφρίγος, διάθεση, όρεξη … Dictionary of Greek